υπερσύνολο

υπερσύνολο
Το μαθηματικό εκείνο σύνολο, του οποίου τα στοιχεία και τα υποσύνολα αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη ενός μαθηματικού θέματος. Παριστάνεται συνήθως με Ω και είναι διάφορο του κενού συνόλου. Το υ. ή σύνολο αναφοράς διαφέρει από θέμα σε θέμα και δεν αναφέρεται στην περίπτωση που υπονοείται από το περιεχόμενο του θέματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… …   Dictionary of Greek

  • εγκλεισμός — (Μαθημ.). Όρος ο οποίος δηλώνει την ιδιότητα ενός συνόλου Α, του οποίου όλα τα στοιχεία αποτελούν μέρος ενός άλλου συνόλου Β. Το σύνολο Α χαρακτηρίζεται ως υποσύνολο του Β και το Β ως υπερσύνολο του A. Η σχέση αυτή συμβολίζεται ως εξής: ή  και… …   Dictionary of Greek

  • κάλυψη — Όρος της τοπολογίας. Αν Α είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο (διάφορο από το κενό) και Κ είναι μια οικογένεια από σύνολα, τότε η οικογένεια αυτή ονομάζεται κ. του συνόλου Α, αν και μόνο αν κάθε στοιχείο του Α ανήκει σε ένα τουλάχιστον από τα μέλη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”